-
1 παθημα
1) страдательное состояние(τῆς ψυχῆς Xen.)
τὰ περὴ τὸ σῶμα παθήματα Plat. — телесные состояния2) страсть, влечение(τοῖς παθήμασιν ὑπηρετεῖν Arst.)
3) страдание, недуг, боль(παθήματά τε καὴ νοσήματα Plat.)
τὸ π. τοῦ θανάτου NT. = θάνατος4) несчастье, бедствие, горе(παθήματα πάσχειν Soph.; τὰ δέ μοι παθήματα μαθήματα γέγονε Her.)
5) событие, происшествие(τὰ ἐν τῇ Ὀδυσσείᾳ παθήματα Plat.)
6) изменение, смена(τὰ τῆς σελήνης παθήματα Arst.)
7) филос. (преходящее) свойство, признак Arst.
См. также в других словарях:
πάθημα — το (ΑΜ πάθημα) [πάσχω] 1. ό,τι υφίσταται, ό,τι παθαίνει κανείς, και ιδίως το δυσάρεστο ή λυπηρό περιστατικό («τὸ σὸν πάθημ ἐλέγχω πρῶτον», Σοφ.) 2. συν. στον πληθ. α) τα παθήματα γεγονότα τα οποία προκαλούν θλίψη ή συμφορές και γενικά τα λυπηρά… … Dictionary of Greek
επικός ελληνικός κύκλος — Σύνολο επικών ποιημάτων, τα οποία αφηγούνται σε μια διαδοχική σειρά γεγονότων, με κεντρικά στοιχεία την Ιλιάδα και την Οδύσσεια του Ομήρου, ολόκληρο τον θρύλο του Τρωικού πολέμου, από τη σύζευξη του Ουρανού με τη Γη έως τον φόνο του Οδυσσέα από… … Dictionary of Greek